- εσχατόγηρος
- οο μεγάλης ηλικίας γέρος.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
εσχατόγηρος — και εσχατόγηρως, ο (Α ἐσχατόγηρως, ων και ἐσχατόγηρος, ον και ἐσχατογέρων, ὁ) αυτός που βρίσκεται στην έσχατη (γεροντική) ηλικία, ο υπέργηρος, ο αιωνόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έσχατος + γηρως (ή γηρος) < γήρας (πρβλ. α γήρως, ευ γήρως)] … Dictionary of Greek
ἐσχατογήρως — ἐσχατόγηρος adverbial ἐσχατόγηρος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατογήρους — ἐσχατόγηρος masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατογήρων — ἐσχατόγηρος masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατογήρῳ — ἐσχατόγηρος masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσχατόγηροι — ἐσχατόγηρος masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έσχατος — η, ο (ΑΜ ἔσχατος, η, ον Α και ἔσχατος, ον) 1. (για τόπους) ο πιο απομακρυσμένος, ο απώτατος, αυτός που βρίσκεται στο ακρότατο σημείο, ο τελευταίος («ἔσχατος θάλαμος», Ομ. Οδ.) 2. (για πρόσ.) χειρότερος, κατώτερος («ο έσχατος τών μαθητών») 3.… … Dictionary of Greek
τυμβογέρων — οντος, ὁ, ΜΑ αυτός που έχει το ένα του πόδι στον τάφο, ο υπερβολικά γέροντας, εσχατόγηρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος + γέρων (για τη σημ. βλ. λ. τύμβος)] … Dictionary of Greek
τυμβώ — όω, ΜΑ (μόνον στη μτχ. αρσ. παθ. παρακμ.) τετυμβωμένος εσχατόγηρος, τυμβογέρων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τύμβος (για τη σημ. βλ. λ. τύμβος, τυμβογέρων)] … Dictionary of Greek
τύμβος — Με τον όρο αυτό χαρακτηριζόταν στην αρχαιότητα ο τάφος ενός ή πολλών ατόμων πάνω από τον οποίο συσσωρευόταν σωρός από χώμα. Συνήθως ήταν μεγαλοπρεπής τάφος ο οποίος έφερε το λεγόμενο σήμα, μια πέτρα δηλαδή ή πλάκα ή επιτύμβια στήλη. Η συνήθεια να … Dictionary of Greek